- οδονομία
- η дорожная служба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οδονομία — η φροντίδα που λαμβάνεται για την καθαριότητα τών δρόμων και τη διατήρηση τους σε καλή κατάσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + νομία (< νόμος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek